ΕΛΚΩΔΗ ΚΟΛΙΤΙΔΑ

Η ελκώδης κολίτιδα είναι μία χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και εξελκώσεις του βλεννογόνου του παχέος εντέρου. Προσβάλει σχεδόν πάντοτε το ορθό και επεκτείνεται κεντρικότερα στο υπόλοιπο παχύ έντερο.  Η ελκώδης κολίτιδα παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τη νόσο του Crohn. Σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι δύο διαφορετικές ασθένειες που ανήκουν στις Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου (ΙΦΝΕ) και παρόλο που έχουν αρκετές ομοιότητες έχουν και αρκετές διαφορές.
 
Η σημαντικότερη διαφορά τους είναι ότι ενώ στην ελκώδη κολίτιδα πάσχει μόνο το παχύ έντερο, στη νόσο του Crohn μπορεί να υπάρχουν βλάβες και στο λεπτό έντερο, το στομάχι, τον οισοφάγο και την στοματική κοιλότητα. 
 
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει γίνει στον τομέα της έρευνας των φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα την ακριβή αιτία της νόσου. Οι μελέτες όμως δείχνουν ότι η φλεγμονή του εντέρου που παρατηρείται στην ελκώδη κολίτιδα οφείλεται στη σύνθετη  αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων όπως του ανοσολογικού συστήματος, των γονιδίων αλλά και παραγόντων από το περιβάλλον. 

Η ελκώδης Κολίτιδα εμφανίζεται σε 35 με 100 άτομα ανά 100.000 στις Η.Π.Α. Η ασθένεια είναι πιο κοινή στις βόρειες περιοχές. Θετικό οικογενειακό ιστορικό για ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο είναι δυνατόν να υπάρχει στο 17% των ασθενών.
 
Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Προσβάλλει κατά κανόνα εφήβους και νέους ενήλικες, παρουσιάζει όμως και μία δεύτερη αύξηση της συχνότητας της μετά την ηλικία των 50 ετών. Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά στην συχνότητα μεταξύ των γυναικών και των ανδρών.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων συνήθως συμβαδίζει με την βαρύτητα και την έκταση της νόσου. Στο 50% των ασθενών τα συμπτώματα είναι ήπιας μορφής. Κάποιοι υποφέρουν από συχνούς πυρετούς, αιματηρές διάρροιες, αναγούλες και σοβαρούς κοιλιακούς πόνους. Οι ασθενείς με αιμορραγική πρωκτίτιδα παρουσιάζουν καθαρό φρέσκο αίμα από το ορθό με ή χωρίς πρόσμειξη βλέννας ή έχουν σκληρά κόπρανα καλυμμένα με αίμα. Συνήθως συνυπάρχει τεινεσμός. Όταν η πάθηση επεκτείνεται στο σιγμοειδές, τα κόπρανα έχουν πρόσμειξη αίματος ή υπάρχει αιμορραγική διάρροια, ο κοιλιακός πόνος συνήθως είναι ήπιος και κωλικοειδής, προηγείται της κένωσης, μετά το τέλος της οποίας υφίεται. Όταν η ελκώδης κολίτιδα είναι σε πολύ οξεία φάση εμφανίζονται και συστηματικά συμπτώματα όπως πυρετός, ανορεξία, οιδήματα από υπολευκωματιναιμία, ταχυκαρδία, βαριά αναιμία και σοβαρές ηλεκτρολυτικές διαταραχές. Ανάλογα με την βαρύτητα των συμπτωμάτων η νόσος διακρίνεται σε:
  • Ήπια: όταν υπάρχουν λιγότερες από 4 διαρροικές κενώσεις την ημέρα με αίμα ή χωρίς και ο ασθενής δεν εμφανίζει γενική αδιαθεσια.
  • Μέτρια: Οι κενώσεις είναι 4-6 ημερησίως και υπάρχει μια ελαφρά αδιαθεσία
  • Βαριά: Υπάρχουν πάνω από 6 αιματηρές διαρροικές κενώσεις την ημέρα, αίσθημα κακουχίας, πυρετός, ταχυκαρδία, αναιμία κ.λ.π.
Η νόσος παρουσιάζεται τυπικά με περιόδους εξάρσεων και υφέσεων και μπορεί να συνοδεύεται και από άλλες εξωεντερικές εκδηλώσεις από τις αρθρώσεις (αρθρίτιδα, αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα), το δέρμα (οζώδες ερύθημα, γαγγραινώδες πυόδερμα), τους οφθαλμούς (επιπεφυκίτιδα, ιρίτιδα, επισκληρίτιδα), το ήπαρ και τα χοληφόρα (λιπώδης διήθηση ήπατος, περιχολαγγειϊτιδα, σκληρυντική χολαγγειϊτιδα). 
 
ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
Οι σοβαρότερες επιπλοκές της ελκώδους κολίτιδας είναι:
  • Tοξικό Μεγάκολο: Αυξημένος κίνδυνος διάτρησης του παχέος εντέρου και σχηματισμός αποστήματος ή γενικευμένης περιτονίτιδας. Η θνητότητα του τοξικού μεγάκολου μπορει να φτάσει μέχρι 40%
  • Καρκίνος παχέος εντέρου: Οι ασθενείς με μακροπρόθεσμη και εκτεταμένη ελκώδη κολίτιδα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του εντέρου.
  • Μαζική Αιμορραγία
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση και η εκτίμηση της σοβαρότητας της νόσου γίνεται μέσω κλινικών, ενδοσκοπικών, ιστολογικών και εργαστηριακών εξετάσεων. Όταν υπάρχει υποψία ελκώδους κολίτιδας, η καλύτερη μέθοδος για την επιβεβαίωση της διάγνωσης και της βαρύτητας είναι η κολονοσκόπηση και οι βιοψίες σε πολλά σημεία του εντέρου (συμπεριλαμβανομένου και του ορθού). Στην περίπτωση βαριάς προσβολής, πρέπει να γίνεται εξέταση της κοιλιακής χώρας ακτίνολογικά και η ενεργή νόσος να επιβεβαιώνεται με σιγμοειδοσκόπηση ως μέθοδος πρώτης επιλογής. Οι πρώιμοι έλεγχοι θα πρέπει να περιλαμβάνουν πλήρη αιματολογικό έλεγχο, έλεγχο των επιπέδων των ηλεκτρολυτών, των ηπατικών ενζύμων, της βιταμίνης D, του σιδήρου, και της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP). Η καλπροτεκτίνη κοπράνων αποτελεί ακριβή δείκτη για την παρουσία φλεγμονής στο παχύ έντερο. Η CRP και η ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών (ΤΚΕ) βοηθούν στη μέτρηση της ανταπόκρισης στην αγωγή κατά της βαρειάς μορφής νόσου.
 
Ο ιατρός θα πρέπει να ελέγξει για λοιμώδη  διάρροια, συμπεριλαμβανομένης της τοξίνης του Clostridium difficile. Ο ιατρός θα πρέπει να διαπιστώσει, αν ο ασθενής έχει ανοσοποιηθεί κατά ιογενών ασθενειών ή αν έχει φυματίωση.       
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
  • Νόσος Crohn 
  • Λοιμώδεις κολίτιδες 
  • Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα 
  • Ισχαιμική κολίτιδα
  • Εκκολπωματίτιδα
  • Νεοπλάσματα παχέος εντέρου
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η απόφαση για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό, από το πόσο μεγάλο μέρος του παχέος εντέρου έχει προσβληθεί (δηλ. η έκταση της νόσου). Η έκταση της νόσου καθορίζει επίσης, το πότε θα πρέπει να ξεκινήσει και πόσο συχνά θα πρέπει να γίνεται η επιτήρηση της νόσου σας.
 
Η αρχική θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας είναι φαρμακευτική. Προς το παρόν, δεν υπάρχει κάποια θεραπεία  που να θεραπεύει ριζικά την ελκώδη κολίτιδα.  Ωστόσο μια αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή μπορεί να καταστείλει τη φλεγμονώδη διαδικασία.  Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι τα  παράγωγα του 5- αμινοσαλυκιλικού οξέος, τα ανοσοκατασταλτικά, τα στεροειδή και οι βιολογικοί παράγοντες,  ανάλογα με την έκταση και την βαρύτητα της νόσου. Πολλές φορές είναι απαραίτητη η εισαγωγή του ασθενή στο νοσοκομείο για να λάβει ενδοφλέβια αγωγή.
 
Η αντιμετώπιση της ελκώδους κολίτιδος δεν ελέγχεται δυστυχώς  πάντα με φαρμακευτική αγωγή. Ένα ποσοστό 25 έως 40 % των πασχόντων θα χρειαστούν χειρουργική επέμβαση λόγω κάποιας επιπλοκής απειλητικής για την ζωή, εξαιτίας σοβαρής ασθένειας μη ανταποκρινόμενης στην φαρμακευτική αγωγή, ή κινδύνου εμφάνισης καρκίνου. Στις περιπτώσεις οξείας βαριάς ελκώδους κολίτιδας, είναι σημαντικό να συνεργάζονται πεπειραμένοι χειρουργοί και γαστρεντερολόγοι για να εξασφαλιστεί η ασφαλής αντιμετώπισή της. Όταν έχει αποτύχει η φαρμακευτική αγωγή, πρέπει ο ασθενής να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Υπάρχουν διάφορες εγχειρήσεις που μπορούν να γίνουν:
 
  • ΟΛΙΚΗ ΟΡΘΟ-ΚΟΛΕΚΤΟΜΗ ΜΕ ΕΙΛΕΟΠΡΩΚΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΜΩΣΗ.

    Είναι η πιο συνηθισμένη χειρουργική επέμβαση. Ο χειρουργός αφαιρεί όλο το παχύ έντερο και γίνεται αναστόμωση του λεπτού εντέρου στον πρωκτικό δακτύλιο (ειλεοπρωκτική αναστόμωση) με j-pouch.
  • ΠΡΩΚΤΟΚΟΛΕΚΤΟΜΗ ΜΕ ΤΕΛΙΚΗ ΕΙΛΕΟΣΤΟΜΙΑ.

    Ο χειρούργος αφαιρεί όλο το παχύ έντερο και τον πρωκτό (διαμεσοσφηγκτηριακά) και γίνεται μόνιμη τελική ειλεοστομία (δείτε το σχετικό βιντεο).
  • ΟΛΙΚΗ ΚΟΛΕΚΤΟΜΗ ΜΕ ΕΙΛΕΟΟΡΘΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΜΩΣΗ.

    Η ειλεοορθική αναστόμωση πρέπει να εξετάζεται σε ειδικές περιπτώσεις. Αν αυτή γίνει, το διατηρημένο ορθό θα πρέπει να παρακολουθείται από τον γαστρεντερολόγο. Γενικά η ειλεοορθική αναστόμωση δεν είναι καλή επιλογή αφού δεν επιφέρει την εξάλειψη της ελκώδους κολίτιδας και τα συμπτώματα της μπορεί να παραμείνουν λόγω του διατηρημένου ορθού. Εντούτοις, ένας στους δύο ασθενείς που έκανε ειλεοορθική αναστόμωση θα συνεχίσει να την έχει μετά από δέκα χρόνια και η ποιότητα ζωής είναι ικανοποιητική σε σχέση με την ειλεοδακτυλική αναστόμωση. Επομένως, μπορεί να εξεταστεί ως επιλογή από ορισμένους ασθενείς, ιδιαίτερα γυναίκες που επιθυμούν να συλλάβουν στο μέλλον. Εντούτοις, το ορθό θα χρειαστεί παρακολούθηση λόγω του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του εντέρου στο διατηρημένο ορθό.
Δεν είναι όλες οι εγχειρήσεις κατάλληλες για όλους. Το είδος της εγχείρισης που απαιτείται εξαρτάται από τη σοβαρότητα της πάθησης, τις ανάγκες του ασθενούς και τον τρόπο ζωής του.

Η επέμβαση θα πρέπει να γίνεται σε δύο έως τρία στάδια (δηλ. κολεκτομή και ειλεοστομία πρώτα) όταν ο ασθενής έχει οξεία βαρειά ΕΚ ή έχει λάβει πολλά στεροειδή. Ο λόγος είναι ότι θα αφαιρεθεί το παχύ έντερο που προσβλήθηκε, επιτρέποντας έτσι στον ασθενή να επανακτήσει την υγεία του και να αρχίσει να τρέφεται ξανά κανονικά. Μετά την κολεκτομή ο ασθενής μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να υποβληθεί σε ειλεοπρωκτική αναστόμωση (j-pouch) ή πρωκτεκτομή με τελική μόνιμη ειλεοστομία.

Η κολεκτομή θα επιτρέψει επίσης τον αποκλεισμό διάγνωσης της νόσου του Crohn. Αν βρεθεί νόσος του Crohn στο δείγμα του παχέος εντέρου, τότε δεν είναι κατάλληλη η ειλεοπρωκτική αναστόμωση.
 
Η ειλεοπρωκτική αναστόμωση θα πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένους χειρουργούς παχέος εντέρου, ορθού και πρωκτού, που διαθέτουν πείρα στη διενέργεια αυτής της διαδικασίας, για να μειώνεται ο κίνδυνος επιπλοκών και να υπάρχουν καλύτερες πιθανότητες διάσωσης της  αναστόμωσης αν παρουσιαστούν επιπλοκές. Τέλος θα ήταν ωφέλιμο να γίνεται η κολεκτομή λαπαροσκοπικά, αφού αυτή οδηγεί σε πιο γρήγορη ανάρρωση και λιγότερες επιπλοκές.
 
Ο κ. Πατσούρας εξειδικεύτηκε για 5 χρόνια στη χειρουργική του παχέος εντέρου, του ορθού και του πρωκτού στο Ηνωμένο Βασίλειο σε εξειδικευμένα κέντρα και κέντρα προηγμένης λαπαροσκοπικής χειρουργικής ( St Mark’s Hospital & Academic Institute και St Thomas’ Hospital, Λονδίνο).